- ασύρματο
- wireless
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ωριαία σήματα — Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της… … Dictionary of Greek
ασύρματος — η, ο που γίνεται χωρίς να χρησιμοποιηθεί σύρμα: Σήμερα πλάι στον ασύρματο τηλέγραφο υπάρχει και το ασύρματο τηλέφωνο. Το αρσ. ως ουσ., ασύρματος, ο ο ασύρματος τηλέγραφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Heraklion Student Wireless Network — Infobox wifi network abbreviation = HSWN full = Heraklion Student Wireless Network url = http://wireless.uoc.gr commercial = No country = Greece area = Heraklion users = (aprox.) 150 operational = Yes nodesurl =… … Wikipedia
W.A.N.A. — Wireless Amateur Network of AmaliadaThe Wireless Amateur Network of Amaliada aka WANA, is a 5.4 Ghz wireless network located in the City of Amaliada. The network links lots of users from several areas of the town and suburbs as it offers… … Wikipedia
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
ασυρματιστής — ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος] τηλεγραφητής σε ασύρματο … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
ορίζοντας — (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός. * * * ο (Α ὁρίζων) η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το… … Dictionary of Greek
ουδετερόδυνος — η, ο (ραδιοηλ.) (για ηλεκτρονικό ενισχυτή ή ασύρματο δέκτη) αυτός που είναι απαλλαγμένος από κυμάνσεις, οι οποίες μπορούν να παραχθούν δευτερογενώς μέσα στις ηλεκτρονικές λυχνίες τής ενίσχυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek